ψυχρήλατος

ψυχρήλατος
-η, -ο / ψυχρήλατος, -ον, ΝΜΑ
(για μέταλλο ή μεταλλικό αντικείμενο) αυτός που έχει υποστεί ψυχρηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. σφυρ-ήλατος, με έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψυχρήλατος — cold forged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρήλατον — ψυχρήλατος cold forged masc/fem acc sg ψυχρήλατος cold forged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρηλάτοις — ψυχρήλατος cold forged masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρηλάτου — ψυχρήλατος cold forged masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρηλάτῳ — ψυχρήλατος cold forged masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρήλατα — ψυχρήλατος cold forged neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρηλασία — η, Ν [ψυχρήλατος] (μεταλργ.) η εν ψυχρώ, δηλαδή χωρίς προηγούμενη θέρμανση, έλαση μετάλλου …   Dictionary of Greek

  • ψυχρηλατώ — έω, Ν [ψυχρήλατος] (σχετικά με μέταλλο ή άλλο μεταλλικό αντικείμενο) κάνω ψυχρηλασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”